λαρυγγώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαρυγγώδης < λάρυγγ(ας) + -ώδης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /la.ɾiŋˈgo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐ρυγ‐γώ‐δης
Επίθετο
επεξεργασίαλαρυγγώδης, -ης, -ες
- που προέρχεται από τον λάρυγγα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαρυγγώδης
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- λαρυγγώδης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)