↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαρυγγώδης η λαρυγγώδης το λαρυγγώδες
      γενική του λαρυγγώδους της λαρυγγώδους του λαρυγγώδους
    αιτιατική τον λαρυγγώδη τη λαρυγγώδη το λαρυγγώδες
     κλητική λαρυγγώδη(ς) λαρυγγώδης λαρυγγώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαρυγγώδεις οι λαρυγγώδεις τα λαρυγγώδη
      γενική των λαρυγγωδών των λαρυγγωδών των λαρυγγωδών
    αιτιατική τους λαρυγγώδεις τις λαρυγγώδεις τα λαρυγγώδη
     κλητική λαρυγγώδεις λαρυγγώδεις λαρυγγώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαρυγγώδης < λάρυγγ(ας) + -ώδης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /la.ɾiŋˈgo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐ρυγ‐γώ‐δης

  Επίθετο

επεξεργασία

λαρυγγώδης, -ης, -ες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία