λαμπιόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λαμπιόνι | τα | λαμπιόνια |
γενική | του | λαμπιονιού | των | λαμπιονιών |
αιτιατική | το | λαμπιόνι | τα | λαμπιόνια |
κλητική | λαμπιόνι | λαμπιόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαμπιόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική lampione
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lamˈbʝo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐μπιό‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαμπιόνι ουδέτερο
- ηλεκτρικός λαμπτήρας, συνήθως μικρού μεγέθους
- ※ Ο διακαμός του μόλις ξεχώριζε κάτω απ’ τ’ αδύναμο φως ενός μισοκοιμισμένου λαμπιονιού.
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ Ο διακαμός του μόλις ξεχώριζε κάτω απ’ τ’ αδύναμο φως ενός μισοκοιμισμένου λαμπιονιού.