Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαμαϊσμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Υπερώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
λαμαϊσμ
ός
οι
λαμαϊσμ
οί
γενική
του
λαμαϊσμ
ού
των
λαμαϊσμ
ών
αιτιατική
τον
λαμαϊσμ
ό
τους
λαμαϊσμ
ούς
κλητική
λαμαϊσμ
έ
λαμαϊσμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαμαϊσμός
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
γαλλική
lamaϊsme
<
lama
<
θιβετιανή
བླ་མ
<
བླ
(
ψυχή
,
πνεύμα
) +
མ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαμαϊσμός
αρσενικό
(
θρησκεία
) η
θιβετιανή
και
μογγολική
εκδοχή
του
βουδισμού
Υπερώνυμα
επεξεργασία
βουδισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαμαϊσμός
αγγλικά
:
lamaism
(en)
γαλλικά
:
lamaïsme
(fr)
πολωνικά
:
lamaizm
(pl)
ρωσικά
:
ламаизм
(ru)
(
lamaízm
)