λαθροχειρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαθροχειρία < {λαθρο- + -χειρία (αρχαία ελληνική χείρ) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /la.θɾo.çiˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐θρο‐χει‐ρί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαθροχειρία θηλυκό
- η λαθραία αφαίρεση κάποιου πράγματος, η υπεξαίρεση, το σούφρωμα, η επιτήδεια κλοπή
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαθροχειρία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λαθροχειρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας