↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαθροχειρία οι λαθροχειρίες
      γενική της λαθροχειρίας των λαθροχειριών
    αιτιατική τη λαθροχειρία τις λαθροχειρίες
     κλητική λαθροχειρία λαθροχειρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαθροχειρία < {λαθρο- + -χειρία (αρχαία ελληνική χείρ) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /la.θɾo.çiˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐θρο‐χει‐ρί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαθροχειρία θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία