λαζαρίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαζαρίτσα | οι | λαζαρίτσες |
γενική | της | λαζαρίτσας | — | |
αιτιατική | τη | λαζαρίτσα | τις | λαζαρίτσες |
κλητική | λαζαρίτσα | λαζαρίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλαζαρίτσα θηλυκό
- (λαογραφία) (συνήθως στον πληθυντικό: λαζαρίτσες) κοπέλα που κρατώντας στολισμένο καλάθι τραγουδά τον Λάζαρο το Σάββατο του Λαζάρου ή την παραμονή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Λάζαρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαζαρίτσα
|