λαγκάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαγκάδα | οι | λαγκάδες |
γενική | της | λαγκάδας | των | λαγκάδων |
αιτιατική | τη | λαγκάδα | τις | λαγκάδες |
κλητική | λαγκάδα | λαγκάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαγκάδα < λαγκάδ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λαγκάδα, μεγεθυντικό του λαγκάδι, λαγκάδιν[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /laŋˈɡa.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐γκά‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαγκάδα θηλυκό
- (δημοτική) το μεγάλο λαγκάδι, μεγεθυντικό του λαγκάδι
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .