↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λέμφωμα τα λεμφώματα
      γενική του λεμφώματος των λεμφωμάτων
    αιτιατική το λέμφωμα τα λεμφώματα
     κλητική λέμφωμα λεμφώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λέμφωμα < απόδοση για τη γαλλική lymphome[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈleɱ.fo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λέμ‐φω‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λέμφωμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. λέμφωμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.