λέμφωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λέμφωμα < απόδοση για τη γαλλική lymphome[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈleɱ.fo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λέμ‐φω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλέμφωμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λέμφος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- λέμφωμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία λέμφωμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λέμφωμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.