κόρντα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόρντα | οι | κόρντες |
γενική | της | κόρντας | των | κορντών |
αιτιατική | την | κόρντα | τις | κόρντες |
κλητική | κόρντα | κόρντες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόρντα < μεσαιωνική ελληνική κόρδα < λατινική corda / chorda < αρχαία ελληνική χορδή (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόρντα θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του κόρδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κόρντα
|