κόλλαβος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κόλλαβος | οἱ | κόλλαβοι |
γενική | τοῦ | κολλάβου | τῶν | κολλάβων |
δοτική | τῷ | κολλάβῳ | τοῖς | κολλάβοις |
αιτιατική | τὸν | κόλλαβον | τοὺς | κολλάβους |
κλητική ὦ! | κόλλαβε | κόλλαβοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κολλάβω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κολλάβοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόλλαβος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόλλαβος, -ου αρσενικό
- (τρόφιμο, γαστρονομία) είδος πίτας ή ψωμιού
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1196 (1195-1196)
- ἔπειτ᾽ ἐπιφόρει τοὺς ἀμύλους καὶ τὰς κίχλας | καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τοὺς κολλάβους.
- Έπειτα φέρνε πίτες, φέρνε τσίχλες, | κομμάτια από λαγούς και φραντζολάκια.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἔπειτ᾽ ἐπιφόρει τοὺς ἀμύλους καὶ τὰς κίχλας | καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τοὺς κολλάβους.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 75 , p.v.1.p.254, @scaife.perseus, @el.wikisource
- γίνονται δ’ οἱ ἄρτοι οὗτοι ἐκ νέου πυροῦ, ὡς Φιλύλλιος ἐν Αὔγῃ παρίστησιν (I 782 K)·
αὐτὸς φέρων πάρειμι πυρῶν ἐκγόνους τριμήνων
γαλακτοχρῶτας κολλάβους θερμούς.
- γίνονται δ’ οἱ ἄρτοι οὗτοι ἐκ νέου πυροῦ, ὡς Φιλύλλιος ἐν Αὔγῃ παρίστησιν (I 782 K)·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1196 (1195-1196)
- συνώνυμο του κόλλοψ
Πηγές
επεξεργασία- κόλλαβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόλλαβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.