κόασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κόασμα | τα | κοάσματα |
γενική | του | κοάσματος | των | κοασμάτων |
αιτιατική | το | κόασμα | τα | κοάσματα |
κλητική | κόασμα | κοάσματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόασμα < κοάζω + -μα < αρχαία ελληνική κοάξ < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κοάζω