Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κωλοφίλημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κωλοφίλημα
τα
κωλοφιλήμα
τ
α
γενική
του
κωλοφιλήμα
τ
ος
των
κωλοφιλημά
τ
ων
αιτιατική
το
κωλοφίλημα
τα
κωλοφιλήμα
τ
α
κλητική
κωλοφίλημα
κωλοφιλήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία el
επεξεργασία
κωλο-
+
φίλημα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κωλοφίλημα
ουδέτερο
(
μεταφορικά
) το
γλείψιμο
, η
κολακεία
προς ανώτερο που αποσκοπεί στο να αποσπάσει την
εύνοιά
του
[1]