Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κυψελώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κυψελώδ
ης
η
κυψελώδ
ης
το
κυψελώδ
ες
γενική
του
κυψελώδ
ους
της
κυψελώδ
ους
του
κυψελώδ
ους
αιτιατική
τον
κυψελώδ
η
την
κυψελώδ
η
το
κυψελώδ
ες
κλητική
κυψελώδ
η
(
ς
)
κυψελώδ
ης
κυψελώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κυψελώδ
εις
οι
κυψελώδ
εις
τα
κυψελώδ
η
γενική
των
κυψελωδ
ών
των
κυψελωδ
ών
των
κυψελωδ
ών
αιτιατική
τους
κυψελώδ
εις
τις
κυψελώδ
εις
τα
κυψελώδ
η
κλητική
κυψελώδ
εις
κυψελώδ
εις
κυψελώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κυψελώδης
<
κυψέλη
+
-ώδης
Επίθετο
επεξεργασία
κυψελώδης
που μοιάζει με
κυψέλη
, που έχει παρόμοιο
σχήμα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κυψελοειδής
κυψελωτός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
κυψέλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυψελώδης
→
δείτε
τη λέξη
κυψελοειδής