Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυτταρομετρία οι κυτταρομετρίες
      γενική της κυτταρομετρίας των κυτταρομετριών
    αιτιατική την κυτταρομετρία τις κυτταρομετρίες
     κλητική κυτταρομετρία κυτταρομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυτταρομετρία < κύτταρο + -ο- + -μετρία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cytometry)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυτταρομετρία θηλυκό

  • (βιολογία) η μέτρηση των κυττάρων καθώς και των συστατικών τους ή διαφόρων παραμέτρων που τα αφορούν για ιατρικούς, διαγνωστικούς, θεραπευτικούς και ερευνητικούς λόγους

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία