κυπελλοφόρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κυπελλοφόρα | ||
γενική | των | κυπελλοφόρων | ||
αιτιατική | τα | κυπελλοφόρα | ||
κλητική | κυπελλοφόρα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυπελλοφόρα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κυπελλοφόρος < ελληνιστική κοινή κυπελλοφόρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυπελλοφόρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (βοτανική) δικοτυλήδονα φυτά με περίβλημα σαν κύπελλο
Υπώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυπελλοφόρα
|