Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυνέρως οἱ κυνέρωτες
      γενική τοῦ κυνέρωτος τῶν κυνερώτων
      δοτική τῷ κυνέρωτι τοῖς κυνέρωσι(ν)
    αιτιατική τὸν κυνέρωτα τοὺς κυνέρωτᾰς
     κλητική ! κυνέρως κυνέρωτες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρως' όπως «ἔρως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυνέρως < κύων + έρωτας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυνέρως αρσενικό

  • (καθαρεύουσα) κυνέρωτας
    1. ψεύτικος έρωτας, κάλπικος
    2. αγοραίος έρωτας
      ※  Ἐπὶ πόσον ἀκόμη θὰ τὸ ἐνθυμοῦμαι ἐκεῖνο τὸ ἁβρόν, τὸ ἁπαλὸν σῶμα τῆς ἁγνῆς κόρης, τὸ ὁποῖον ᾐσθάνθην ποτὲ ἐπάνω μου ἐπ᾽ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ἄλλως ἀνωφελοῦς ζωῆς μου! Ἦτον ὄνειρον, πλάνη, γοητεία. Καὶ ὁπόσον διέφερεν ἀπὸ ὅλας τὰς ἰδιοτελεῖς περιπτύξεις, ἀπὸ ὅλας τὰς λυκοφιλίας καὶ τοὺς κυνέρωτας τοῦ κόσμου ἡ ἐκλεκτή, ἡ αἰθέριος ἐκείνη ἐπαφή! Δὲν ἦτο βάρος ἐκεῖνο, τὸ φορτίον τὸ εὐάγκαλον, ἀλλ᾽ ἦτο ἀνακούφισις καὶ ἀναψυχή. Ποτὲ δὲν ᾐσθάνθην τὸν ἑαυτόν μου ἐλαφρότερον ἢ ἐφ᾽ ὅσον ἐβάσταζον τὸ βάρος ἐκεῖνο… Ἤμην ὁ ἄνθρωπος, ὅστις κατώρθωσε νὰ συλλάβῃ μὲ τὰς χεῖράς του πρὸς στιγμὴν ἓν ὄνειρον, τὸ ἴδιον ὄνειρόν του… (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα)

Άλλες μορφές επεξεργασία