Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κυανόχροος   > κυανόχρους τὸ κυανόχροον   > κυανόχρουν
      γενική τοῦ/τῆς κυανοχρόου   > κυανόχρου τοῦ κυανοχρόου   > κυανόχρου
      δοτική τῷ/τῇ κυανοχρό    > κυανόχρ τῷ κυανοχρό    > κυανόχρ
    αιτιατική τὸν/τὴν κυανόχροον   > κυανόχρουν τὸ κυανόχροον   > κυανόχρουν
     κλητική ! κυανόχροε     > κυανόχρους κυανόχροον   > κυανόχρουν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κυανόχροοι   > κυανόχροι τὰ κυανόχρο   > κυανόχρο
      γενική τῶν κυανοχρόων > κυανόχρων τῶν κυανοχρόων > κυανόχρων
      δοτική τοῖς/ταῖς κυανοχρόοις > κυανόχροις τοῖς κυανοχρόοις > κυανόχροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς κυανοχρόους > κυανόχρους τὰ κυανόχρο   > κυανόχρο
     κλητική ! κυανόχροοι   > κυανόχροι κυανόχρο   > κυανόχρο
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κυανοχρόω   > κυανόχρω τὼ κυανοχρόω   > κυανόχρω
      γεν-δοτ τοῖν κυανοχρόοιν > κυανόχροιν τοῖν κυανοχρόοιν > κυανόχροιν
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές."
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνοος' όπως «εὔνοος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυανόχροος < κυαν(ός) + -ό- + -χροος

  Επίθετο επεξεργασία

κυανόχροος, -ος, -ον

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία