↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυάμωση οι κυαμώσεις
      γενική της κυάμωσης* των κυαμώσεων
    αιτιατική την κυάμωση τις κυαμώσεις
     κλητική κυάμωση κυαμώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυαμώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυάμωση < κύαμος + -ωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυάμωση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία