Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυάμωση οι κυαμώσεις
      γενική της κυάμωσης* των κυαμώσεων
    αιτιατική την κυάμωση τις κυαμώσεις
     κλητική κυάμωση κυαμώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυαμώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυάμωση < κύαμος + -ωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυάμωση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία