κυαμισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυαμισμός θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του κυάμωση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κύαμος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κυαμισμός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυαμισμός
|