κρυονερίτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρυονερίτικος < Κρυονερίτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾi.o.neˈɾi.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρυ‐ο‐νε‐ρί‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίακρυονερίτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με οικισμό με το όνομα Κρυονέρι ή τους κατοίκους του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κρυονερίτικος
|