κρουαζιερόπλοιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρουαζιερόπλοιο < κρουαζιέρα + πλοίο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρουαζιερόπλοιο ουδέτερο
- μεγάλο πλοίο με εγκαταστάσεις ξενοδοχειακού τύπου που εκτελεί κρουαζιέρες
κρουαζιερόπλοιο ουδέτερο