κρινολίνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κρινολίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική crinolino (βαμβακερό ή λινό ύφασμα για το ράψιμο κρινολίνων) < γαλλική crinoline < crin (αλογότριχα) + lin (λινό ύφασμα)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾi.noˈli.no/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρινολίνο ουδέτερο ή και κρινολίνα θηλυκό
- (ενδυμασία) μακριά γυναικεία φούστα του 19ου αι., η οποία περιέχει πλαίσιο με ελάσματα από αλογότριχα ή μεταλλικά για να σχηματίζει μεγάλο κώνο
- Φοροῦσε ταφταδένια φούστα, φαρδυά, ἴδια κρινολίνα, σφιγμένη ὅσο ποὺ πήγαινε στὴ μέση. (Κ. Πολίτης, Eroica, Αθήνα 1937)
- Μια κυρία χρειαζόταν έναν ολόκληρο πάγκο πάρκου για να καθήσει αυτή και το κρινολίνο της. (Ν. Λαγάκου, Η ενδυμασία διά μέσου των αιώνων, Αθήνα 1998)
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
κρινολίνο στη Βικιπαίδεια