↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρινολίνο τα κρινολίνα
      γενική του κρινολίνου των κρινολίνων
    αιτιατική το κρινολίνο τα κρινολίνα
     κλητική κρινολίνο κρινολίνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Το κρινολίνο και το εσωτερικό του πλαίσιο (σχέδιο σε λονδρέζικο περιοδικό του 1856).

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρινολίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική crinolino (βαμβακερό ή λινό ύφασμα για το ράψιμο κρινολίνων) < γαλλική crinoline < crin (αλογότριχα) + lin (λινό ύφασμα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɾi.noˈli.no/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρινολίνο ουδέτερο ή και κρινολίνα θηλυκό

  • (ενδυμασία) μακριά γυναικεία φούστα του 19ου αι., η οποία περιέχει πλαίσιο με ελάσματα από αλογότριχα ή μεταλλικά για να σχηματίζει μεγάλο κώνο
    Φοροῦσε ταφταδένια φούστα, φαρδυά, ἴδια κρινολίνα, σφιγμένη ὅσο ποὺ πήγαινε στὴ μέση. (Κ. Πολίτης, Eroica, Αθήνα 1937)
    Μια κυρία χρειαζόταν έναν ολόκληρο πάγκο πάρκου για να καθήσει αυτή και το κρινολίνο της. (Ν. Λαγάκου, Η ενδυμασία διά μέσου των αιώνων, Αθήνα 1998)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία