κρητολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρητολογικός < κρητολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίακρητολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την κρητολογία / με την Κρήτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρητολογικός
|
κρητολογικός, -ή, -ό
|