κρησφύγετον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κρησφύγετον | τὰ | κρησφύγετᾰ |
γενική | τοῦ | κρησφυγέτου | τῶν | κρησφυγέτων |
δοτική | τῷ | κρησφυγέτῳ | τοῖς | κρησφυγέτοις |
αιτιατική | τὸ | κρησφύγετον | τὰ | κρησφύγετᾰ |
κλητική ὦ! | κρησφύγετον | κρησφύγετᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρησφυγέτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κρησφυγέτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρησφύγετον < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: κρησφύγετο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρησφύγετον, -ου ουδέτερο
- καταφύγιο, κρυψώνας, άσυλο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
- 9 (Καλλιόπη), 15.2
- ἐνθαῦτα δὲ τῶν Θηβαίων καίπερ μηδιζόντων ἔκειρε τοὺς χώρους, οὔτι κατὰ ἔχθος αὐτῶν ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἀναγκαίης μεγάλης ἐχόμενος, βουλόμενος ἔρυμα τε τῷ στρατοπέδῳ ποιήσασθαι, καὶ ἢν συμβαλόντι οἱ μὴ ἐκβαίνῃ ὁκοῖόν τι ἐθέλοι, κρησφύγετον τοῦτο ἐποιέετο.
- Εκεί έκοβε τα δέντρα της υπαίθρου, μολονότι οι Θηβαίοι μήδιζαν· βέβαια δεν ήταν εχθρική ενέργεια, αλλά ήταν που τον έσφιγγε μεγάλη ανάγκη, καθώς ήθελε να περιφράξει το στρατόπεδο, ώστε, αν το αποτέλεσμα της μάχης δε θα ᾽ταν αυτό που επιθυμούσε, να έχει καταφύγιο.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐνθαῦτα δὲ τῶν Θηβαίων καίπερ μηδιζόντων ἔκειρε τοὺς χώρους, οὔτι κατὰ ἔχθος αὐτῶν ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἀναγκαίης μεγάλης ἐχόμενος, βουλόμενος ἔρυμα τε τῷ στρατοπέδῳ ποιήσασθαι, καὶ ἢν συμβαλόντι οἱ μὴ ἐκβαίνῃ ὁκοῖόν τι ἐθέλοι, κρησφύγετον τοῦτο ἐποιέετο.
- 9 (Καλλιόπη), 96.3
- ὑπὸ τοῦτον μὲν δὴ τὸν στρατὸν ἐβουλεύσαντο καταφυγόντες οἱ τοῦ ναυτικοῦ στρατηγοὶ ἀνειρύσαι τὰς νέας καὶ περιβαλέσθαι ἕρκος ἔρυμα τῶν νεῶν καὶ σφέων αὐτῶν κρησφύγετον.
- Λοιπόν οι ναύαρχοι αποφάσισαν να καταφύγουν στην προστασία αυτού του πεζικού, να σύρουν τα καράβια στη στεριά και να τα ζώσουν ένα γύρο με φράχτη, για να ᾽χουν τα καράβια προστασία κι οι ίδιοι τους καταφύγιο.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὑπὸ τοῦτον μὲν δὴ τὸν στρατὸν ἐβουλεύσαντο καταφυγόντες οἱ τοῦ ναυτικοῦ στρατηγοὶ ἀνειρύσαι τὰς νέας καὶ περιβαλέσθαι ἕρκος ἔρυμα τῶν νεῶν καὶ σφέων αὐτῶν κρησφύγετον.
- 9 (Καλλιόπη), 15.2
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 4.15.2 @scaife.perseus
- διελὼν δʼ οὖν ὁ Τύλλιος εἰς ὁπόσας δήποτε μοίρας τὴν γῆν κατὰ τοὺς ὀρεινοὺς καὶ πολὺ τὸ ἀσφαλὲς τοῖς γεωργοῖς παρέχειν δυνησομένοῦς ὄχθους κρησφύγετα κατεσκεύασεν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
Πηγές
επεξεργασία- κρησφύγετον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρησφύγετον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.