κρεματόριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρεματόριο < (άμεσο δάνειο) γερμανική Krematorium [1] < λατινική crematorium < cremo (καίω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾe.maˈto.ɾi.o/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρεματόριο ουδέτερο
- o κλίβανος που χρησιμοποιείται για την αποτέφρωση νεκρών
- οι ειδικές εγκαταστάσεις με κλιβάνους στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης για την εξολόθρευση των κρατουμένων από τους Ναζί
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρεματόριο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κρεματόριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας