Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρεματόριο τα κρεματόρια
      γενική του κρεματορίου
κρεματόριου
των κρεματορίων
    αιτιατική το κρεματόριο τα κρεματόρια
     κλητική κρεματόριο κρεματόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεματόριο < (άμεσο δάνειο) γερμανική Krematorium [1] < λατινική crematorium < cremo (καίω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾe.maˈto.ɾi.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρεματόριο ουδέτερο

  1. o κλίβανος που χρησιμοποιείται για την αποτέφρωση νεκρών
  2. οι ειδικές εγκαταστάσεις με κλιβάνους στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης για την εξολόθρευση των κρατουμένων από τους Ναζί

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία