Ετυμολογία

επεξεργασία
crématorium < λατινική crematorium < cremare

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
crématorium crématoriums

crématorium (fr) και crematorium αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία