κρεατοελιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρεατοελιά | οι | κρεατοελιές |
γενική | της | κρεατοελιάς | των | κρεατοελιών |
αιτιατική | την | κρεατοελιά | τις | κρεατοελιές |
κλητική | κρεατοελιά | κρεατοελιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακρεατοελιά θηλυκό