Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρεατέμπορος οι κρεατέμποροι
      γενική του κρεατέμπορου
κρεατεμπόρου
των κρεατέμπορων
κρεατεμπόρων
    αιτιατική τον κρεατέμπορο τους κρεατέμπορους
κρεατεμπόρους
     κλητική κρεατέμπορε κρεατέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεατέμπορος < κρέας, γενική κρέατ(ος), + -έμπορος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾe.aˈtem.bo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρε‐α‐τέ‐μπο‐ρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρεατέμπορος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία