κρεατέμπορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κρεατέμπορος | οι | κρεατέμποροι |
γενική | του | κρεατέμπορου & κρεατεμπόρου |
των | κρεατέμπορων & κρεατεμπόρων |
αιτιατική | τον | κρεατέμπορο | τους | κρεατέμπορους & κρεατεμπόρους |
κλητική | κρεατέμπορε | κρεατέμποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾe.aˈtem.bo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐α‐τέ‐μπο‐ρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρεατέμπορος αρσενικό
- (επάγγελμα) άτομο που εμπορεύεται κρέας
- ※ Φοροδιαφυγή βαρέων βαρών με κρεατέμπορο από τα Χανιά, ο οποίος μέσω τριγωνικών εικονικών συναλλαγών κατάφερε μέσα σε 3 χρόνια να εισπράξει από το Δημόσιο επιστροφές ΦΠΑ 10 εκατ. ευρώ, αποκάλυψε το ΣΔΟΕ. Ο κρεατέμπορος βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με πρόστιμο ύψους 51 εκατ. ευρώ.
- Φοροδιαφυγή «βαρέων βαρών» στα Χανιά με πρόστιμο 51 εκατ. ευρώ, tanea.gr, 17 Δεκεμβρίου 2013
- ※ Φοροδιαφυγή βαρέων βαρών με κρεατέμπορο από τα Χανιά, ο οποίος μέσω τριγωνικών εικονικών συναλλαγών κατάφερε μέσα σε 3 χρόνια να εισπράξει από το Δημόσιο επιστροφές ΦΠΑ 10 εκατ. ευρώ, αποκάλυψε το ΣΔΟΕ. Ο κρεατέμπορος βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με πρόστιμο ύψους 51 εκατ. ευρώ.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κρεατέμπορος
|