κούρμπενο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κούρμπενο < αλβανική curpen / kurpën / kulpër < kulp < πρωτοαλβανική *kulpa πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (γυρίζω, στρέφω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακούρμπενο ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κούρμπενο
|