Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουτσούβελο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κουτσούβελ
ο
τα
κουτσούβελ
α
γενική
του
κουτσούβελ
ου
των
κουτσούβελ
ων
αιτιατική
το
κουτσούβελ
ο
τα
κουτσούβελ
α
κλητική
κουτσούβελ
ο
κουτσούβελ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουτσούβελο
<
κατσίβελος
(Γύφτος)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουτσούβελο
ουδέτερο
(
οικείο
)
παιδί
, γενικά μικρό σε ηλικία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουτσούβελο
αγγλικά
:
tyke
(en)
,
tike
(en)
γαλλικά
:
gosse
(fr)
,
gamin
(fr)
,
bambin
(fr)