↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουτούτσικος η κουτούτσικη το κουτούτσικο
      γενική του κουτούτσικου της κουτούτσικης του κουτούτσικου
    αιτιατική τον κουτούτσικο την κουτούτσικη το κουτούτσικο
     κλητική κουτούτσικε κουτούτσικη κουτούτσικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουτούτσικοι οι κουτούτσικες τα κουτούτσικα
      γενική των κουτούτσικων των κουτούτσικων των κουτούτσικων
    αιτιατική τους κουτούτσικους τις κουτούτσικες τα κουτούτσικα
     κλητική κουτούτσικοι κουτούτσικες κουτούτσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουτούτσικος < υποκοριστικό του κουτός

  Επίθετο

επεξεργασία

κουτούτσικος , -η/-ια, -ο

  • ειρωνικά ή χαϊδευτικά ο λίγο κουτός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία