κουτούτσικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουτούτσικος < υποκοριστικό του κουτός
Επίθετο επεξεργασία
κουτούτσικος , -η/-ια, -ο
- ειρωνικά ή χαϊδευτικά ο λίγο κουτός
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουτούτσικος
|
κουτούτσικος , -η/-ια, -ο
|