κουρσάρικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουρσάρικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κουρσάρικος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουρσάρικο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κουρσάρικο
|
κουρσάρικο ουδέτερο
|