↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρασάνι τα κουρασάνια
      γενική του κουρασανιού των κουρασανιών
    αιτιατική το κουρασάνι τα κουρασάνια
     κλητική κουρασάνι κουρασάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουρασάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική horasan < Khorasan (περσική πόλη)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουρασάνι ουδέτερο

  1. στεγανό κονίαμα, από τριμμένο κεραμίδι, άμμο και ασβέστη
  2. το βασικό υλικό επίστρωσης διαφόρων κατασκευών όπως στέρνες, μυλοστέρνες αλλά και των δωμάτων των κυκλαδίτικων οικιών

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία