κουρσάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουρσάνι | τα | κουρσάνια |
γενική | του | κουρσανιού | των | κουρσανιών |
αιτιατική | το | κουρσάνι | τα | κουρσάνια |
κλητική | κουρσάνι | κουρσάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουρσάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική horasan < Khorasan (περσική πόλη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουρσάνι ουδέτερο
- στεγανό δομικό υλικό (βλέπε κουρασάνι)