κουραμάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουραμάνα | οι | κουραμάνες |
γενική | της | κουραμάνας | — | |
αιτιατική | την | κουραμάνα | τις | κουραμάνες |
κλητική | κουραμάνα | κουραμάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Ο πληθυντικός, σπάνιος | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουραμάνα < αβέβαιης ετυμολογίας Πιθανόν
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.ɾaˈma.na/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουραμάνα θηλυκό
- πιτυρούχο ψωμί κατώτερης ποιότητας που παρασκευαζόταν ειδικά για τον στρατό
- ※ Άνοιξε το σακκίδιό του και μούκοψε ένα κομμάτι κουραμάνα. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
- γενικότερα, το ψωμί των στρατιωτών
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουραμάνα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)