Δείτε επίσης: Κουντουράς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουντουράς οι κουντουράδες
      γενική του κουντουρά των κουντουράδων
    αιτιατική τον κουντουρά τους κουντουράδες
     κλητική κουντουρά κουντουράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουντουράς < κουντούρ(α) ή κουντούρ(ι) + -άς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kun.duˈɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐ντου‐ράς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουντουράς αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία