χωριάτικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χωριάτικα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
επεξεργασίαχωριάτικα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατα χωριάτικα (el) ουδέτερο (συνήθως μόνο πληθυντικός)
- η τοπολαλιά (μη αττική λαλιά) όσον αφορά κάθε παράμετρο:
- το λεξιλόγιο
- τον χειρισμό των λέξεων (πχ μεταβολές τους, αποκοπές κτλ.)
- την σύνταξη του λόγου
- την προφορά και τον επιτονισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χωριάτικα
|