Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χωριάτικα < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

χωριάτικα

  1. με χωριάτικο τρόπο
  2. αγενώς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τα χωριάτικα (el) ουδέτερο (συνήθως μόνο πληθυντικός)

  • η τοπολαλιά (μη αττική λαλιά) όσον αφορά κάθε παράμετρο:
    • το λεξιλόγιο
    • τον χειρισμό των λέξεων (πχ μεταβολές τους, αποκοπές κτλ.)
    • την σύνταξη του λόγου
    • την προφορά και τον επιτονισμό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία