κουμπαράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kum.baˈɾas/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουμπαράς αρσενικό
- κλειστό αντικείμενο με μικρή σχισμή που χρησιμοποιείται για να ρίχνουμε χρήματα για αποταμίευση
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κουμπαράς στη Βικιπαίδεια