κουλάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουλάνα | οι | κουλάνες |
γενική | της | κουλάνας | των | κουλάνων |
αιτιατική | την | κουλάνα | τις | κουλάνες |
κλητική | κουλάνα | κουλάνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουλάνα < (άμεσο δάνειο) τουρκική kolan (χοντρό και πλατύ σχοινί) ή ιταλική collana (περιδέραιο) + -α, με τροπή του [o] σε [u] [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kuˈla.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐λα‐να
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουλάνα θηλυκό
- (ιδιωματικό) η ζώνη που χρησιμεύει στη στερέωση της σέλας στο σώμα του ζώου
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 147.