↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοτσάμπασης οι κοτζαμπάσηδες
      γενική του κοτσάμπαση των κοτζαμπάσηδων
    αιτιατική τον κοτσάμπαση τους κοτζαμπάσηδες
     κλητική κοτσάμπαση κοτζαμπάσηδες
Κατηγορία όπως «κοτζάμπασης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοτσάμπασης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kocabaşı[1] < kocaάνδρας, γέροντας, μεγάλος, πελώριος»[1] + başκεφάλι, επικεφαλής»)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοτσάμπασης αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 κοτζάμπασηςΜπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.