κοσμογονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοσμογονικός < κοσμογονία
Επίθετο
επεξεργασίακοσμογονικός, -ή, -ό
- σχετικός με την κοσμογονία
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοσμογονικός