Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔs.mɔ.ɡɔ.nik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cosmogonique cosmogoniques

cosmogonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό