↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοσμογενετικός η κοσμογενετική το κοσμογενετικό
      γενική του κοσμογενετικού της κοσμογενετικής του κοσμογενετικού
    αιτιατική τον κοσμογενετικό την κοσμογενετική το κοσμογενετικό
     κλητική κοσμογενετικέ κοσμογενετική κοσμογενετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοσμογενετικοί οι κοσμογενετικές τα κοσμογενετικά
      γενική των κοσμογενετικών των κοσμογενετικών των κοσμογενετικών
    αιτιατική τους κοσμογενετικούς τις κοσμογενετικές τα κοσμογενετικά
     κλητική κοσμογενετικοί κοσμογενετικές κοσμογενετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία el

επεξεργασία
κοσμογενετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cosmogenetic < κοσμο- + γενετικός

  Επίθετο

επεξεργασία

κοσμογενετικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία