Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κορωνιδιάτικος η κορωνιδιάτικη το κορωνιδιάτικο
      γενική του κορωνιδιάτικου της κορωνιδιάτικης του κορωνιδιάτικου
    αιτιατική τον κορωνιδιάτικο την κορωνιδιάτικη το κορωνιδιάτικο
     κλητική κορωνιδιάτικε κορωνιδιάτικη κορωνιδιάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κορωνιδιάτικοι οι κορωνιδιάτικες τα κορωνιδιάτικα
      γενική των κορωνιδιάτικων των κορωνιδιάτικων των κορωνιδιάτικων
    αιτιατική τους κορωνιδιάτικους τις κορωνιδιάτικες τα κορωνιδιάτικα
     κλητική κορωνιδιάτικοι κορωνιδιάτικες κορωνιδιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορωνιδιάτικος < Κορωνιδιάτ(ης) + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

κορωνιδιάτικος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία