κορσές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κορσές | οι | κορσέδες |
γενική | του | κορσέ | των | κορσέδων |
αιτιατική | τον | κορσέ | τους | κορσέδες |
κλητική | κορσέ | κορσέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κορσές < (άμεσο δάνειο) γαλλική corset + -ς [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koɾˈses/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κορ‐σές
Ουσιαστικό επεξεργασία
κορσές αρσενικό
Εκφράσεις επεξεργασία
- μου έγινε στενός κορσές
Μεταφράσεις επεξεργασία
κορσές
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κορσές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας