κορονοομόλογο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κορονοομόλογο | τα | κορονοομόλογα |
γενική | του | κορονοομόλογου & κορονοομολόγου |
των | κορονοομόλογων & κορονοομολόγων |
αιτιατική | το | κορονοομόλογο | τα | κορονοομόλογα |
κλητική | κορονοομόλογο | κορονοομόλογα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κορονοομόλογο < κορονοϊός + -ο- + ομόλογο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική coronabond) / corona bond
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορονοομόλογο ουδέτερο
- (νεολογισμός) (οικονομία) ομόλογο που (αναμένεται να) συμβάλλει στην καταπολέμηση του κορονοϊού
- ※ Το Βερολίνο δε δείχνει έτοιμο να παρέμβει αποφασιστικά, ούτε για τον προϋπολογισμό, με τη δικαιολογία ότι ίσως έχει ξεπεραστεί από τις αρνητικές εξελίξεις της επιδημίας του Covid-19. Η διαπίστωση δε σημαίνει αύξηση, αλλά ανακατανομή των κονδυλίων. Για κορονοομόλογο δεν βλέπει καν λόγο συζήτησης. (Εφημερίδα των Συντακτών, 24.3.2020)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κορονοομόλογο