Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορονοομόλογο τα κορονοομόλογα
      γενική του κορονοομόλογου
κορονοομολόγου
των κορονοομόλογων
κορονοομολόγων
    αιτιατική το κορονοομόλογο τα κορονοομόλογα
     κλητική κορονοομόλογο κορονοομόλογα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορονοομόλογο < κορονοϊός + -ο- + ομόλογο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική coronabond) / corona bond

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορονοομόλογο ουδέτερο

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία