κορνίζωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κορνίζωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κορνιζώνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κορνίζα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κορνίζωμα
|