Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορνιζάρισμα τα κορνιζαρίσματα
      γενική του κορνιζαρίσματος των κορνιζαρισμάτων
    αιτιατική το κορνιζάρισμα τα κορνιζαρίσματα
     κλητική κορνιζάρισμα κορνιζαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορνιζάρισμα < κορνιζάρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορνιζάρισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του κορνιζάρω, η τοποθέτηση κορνίζας σε κάποιο αντικείμενο

  Μεταφράσεις επεξεργασία