Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κορανικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κορανικ
ός
η
κορανικ
ή
το
κορανικ
ό
γενική
του
κορανικ
ού
της
κορανικ
ής
του
κορανικ
ού
αιτιατική
τον
κορανικ
ό
την
κορανικ
ή
το
κορανικ
ό
κλητική
κορανικ
έ
κορανικ
ή
κορανικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κορανικ
οί
οι
κορανικ
ές
τα
κορανικ
ά
γενική
των
κορανικ
ών
των
κορανικ
ών
των
κορανικ
ών
αιτιατική
τους
κορανικ
ούς
τις
κορανικ
ές
τα
κορανικ
ά
κλητική
κορανικ
οί
κορανικ
ές
κορανικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κορανικός
<
Κοράνιο
Επίθετο
επεξεργασία
κορανικός, -ή, -ό
σχετικός με το
Κοράνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κορανικός
γαλλικά
:
coranique
(fr)