• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κορακάτος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κορακάτος η κορακάτη το κορακάτο
      γενική του κορακάτου της κορακάτης του κορακάτου
    αιτιατική τον κορακάτο την κορακάτη το κορακάτο
     κλητική κορακάτε κορακάτη κορακάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κορακάτοι οι κορακάτες τα κορακάτα
      γενική των κορακάτων των κορακάτων των κορακάτων
    αιτιατική τους κορακάτους τις κορακάτες τα κορακάτα
     κλητική κορακάτοι κορακάτες κορακάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
κορακάτος < κόρακας + -άτος

Επίθετο

επεξεργασία

κορακάτος

  • που έχει το μαύρο και γυαλιστερό χρώμα του κόρακα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη κόρακας

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κορακάτος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κορακάτος&oldid=5484580"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 08:41

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 08:41.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας