Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κορακάτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κορακάτ
ος
η
κορακάτ
η
το
κορακάτ
ο
γενική
του
κορακάτ
ου
της
κορακάτ
ης
του
κορακάτ
ου
αιτιατική
τον
κορακάτ
ο
την
κορακάτ
η
το
κορακάτ
ο
κλητική
κορακάτ
ε
κορακάτ
η
κορακάτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κορακάτ
οι
οι
κορακάτ
ες
τα
κορακάτ
α
γενική
των
κορακάτ
ων
των
κορακάτ
ων
των
κορακάτ
ων
αιτιατική
τους
κορακάτ
ους
τις
κορακάτ
ες
τα
κορακάτ
α
κλητική
κορακάτ
οι
κορακάτ
ες
κορακάτ
α
Κατηγορία
όπως «
ξένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κορακάτος
<
κόρακας
+
-άτος
Επίθετο
επεξεργασία
κορακάτος
που έχει το
μαύρο
και
γυαλιστερό
χρώμα
του
κόρακα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
κόρακας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κορακάτος