Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπτάτσια οι κοπτάτσιες
      γενική της κοπτάτσιας των κοπτάτσιων
    αιτιατική την κοπτάτσια τις κοπτάτσιες
     κλητική κοπτάτσια κοπτάτσιες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοπτάτσια < (άμεσο δάνειο) ρωσική кооптация < λατινική cooptatio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοπτάτσια θηλυκό και κοοπτάτσια

  • διαδικασία σε αιρετό σώμα κατά την οποία παρακάμπτονται για διάφορους λόγους οι αρχαιρεσίες και επιβάλλονται, από ανώτερο βαθμό διοίκησης, μέλη που δεν προήλθαν από αρχαιρεσίες αλλά προσλήφθηκαν για αυτό το σκοπό

  Μεταφράσεις επεξεργασία